- ἐρυμνόνωτος
- ἐρυμνόνωτος, ον,A with fenced back, of a crab, f.l.for τερεμνό-, AP 6.196 (Stat. Flacc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερυμνόνωτος — ἐρυμνόνωτος, ον (Α) (για οστρακοφόρα) αυτός που έχει οχυρωμένα τα νώτα του … Dictionary of Greek